Θορικος

Θορικος
    Θορικός
    Θορῐκός
    ἥ Торик или Форикос (один из двенадцати древнеаттических городов, на сев.-вост. побережье, к сев. от Сунийского мыса, впоследствии дем в филе Ἀκαμαντίς) Her., Thuc., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Θορικος" в других словарях:

  • Θορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικός — Αρχαίος δήμος της Αττικής στη Λαυρεωτική. Περιλάμβανε την πεδιάδα του Θ., τον λόφο Βελλατούρι και τη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, με τα δύο λιμάνια, το Φραγκολίμανο (Βρυσάκι) στα Β και το Πόρτο Μανδρί στα Ν. Τα λιμάνια του Θ. χρησιμοποιούνταν… …   Dictionary of Greek

  • θορικά — θορικός of neut nom/voc/acc pl θορικά̱ , θορικός of fem nom/voc/acc dual θορικά̱ , θορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικόν — θορικός of masc acc sg θορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θορικοί — Θορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικοί — θορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θορικοῦ — Θορικός of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικοῦ — θορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θορικούς — Θορικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορικούς — θορικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»